Παρασκευή Βράδυ στο Fantaseed. Η παρέα μικρή στην αρχή. Τρία άτομα. Μπροστά μου δυο αγόρια. Μας κοιτάζουν γιατί οι δυο μου φίλοι είναι πολύ ερωτευμένοι και φαίνεται. Σε λίγο έρχεται τέταρτο μέλος στην παρέα. Παράξενος άνθρωπος αλλά αν ξέρεις να παίζεις με τα λόγια, ξέρεις να ξεκλειδώνεις και ανθρώπους. Μετά από την πρώτη μπύρα έρχεται και δεύτερο ζευγάρι αγοριών. Μια φίλη τους μαζί. Εντυπωσιακή γυναίκα. Εγώ την βρίσκω αδιάφορη.
«Μήπως θες να πας από ‘κει; Να ‘σαι δίπλα στην ξανθιά;» με ρωτάει ο φίλος μου. Με ξαναρώτησε πολλές φορές μέσα στην βραδιά. Δεν τον καταλάβαινα. Νόμιζα ότι ήξεραν. Τους είχα μιλήσει. Μπορεί να είμαι κρυψίνους και τις περισσότερες φορές να θολώνω τις λέξεις, αλλά αυτοί έπρεπε να με νιώθουν.
«Μα ποιος σου είπε ότι μου αρέσει η ξανθιά, ή οι ξανθιές γενικότερα;».
«Δηλαδή;»
«Έρχομαι στην δικιά σας πλευρά» είπα και αισθάνθηκα την ένταση της στιγμής να σταματά το χρόνο. Παρελθόν.Δεν άκουγα τίποτα. Δεν έβλεπα τίποτα. Αν έτσι ένιωθα τώρα που απευθυνόμουν σε φίλους και όμοιους, τι θα μου συνέβαινε όταν θα το έλεγα στους άλλους;
«Stay away from the light» μου απάντησε αστειευόμενος.
«Προσπαθώ» είπα και γω.
Σοβάρεψα.
Μου πήρε άλλη μια μπύρα και κάνα 45λεπτο να έρθω πάλι στα ίσια μου. Δεν έγινε κανένα σχόλιο για αυτό που είπα. Ακόμα και τώρα. Έχω καταλάβει ότι οι φίλοι με αφήνουν να το συνηθίσω, να το νιώσω έτοιμο μέσα μου να εκφραστεί. Ξέρουν. Τα έχουν περάσει. Τους είχα σταθεί. Η φιλία δεν είναι δούναι και λαβείν αλλά το θυμούνται. Άνθρωποι που δεν θα κάνουν παιδιά και οικογένεια, ας κάνουν φίλους.
Χορέψαμε μέχρι τις τέσσερις και μίση.
Μετά από ένα 20λεπτο χαλάρωσης , Sodade. Καθίσαμε στον «κήπο». Το ‘χαμε για βάση. Μετά «στο μέσα». Ενεστώτας. Κορμιά το ένα δίπλα στο άλλο, αλλοδαποί βγάζουν τα t-shirt τους. Μπορεί να ψάχνουν πελάτη. Πάμε στο μπαρ για να παραγγείλουμε. Δυο από τους τέσσερις που μπήκαμε. Κάποιοι μας κοιτάζουν. Έρχονται να χορέψουν μαζί μας. Μα εμείς δεν χορεύουμε πια. Κοιτάμε απλά. Δεν θα ακουμπήσουμε απόψε. Θα θελα να χα πολλά από τα αγόρια που βλέπω. Να περάσω ανάμεσα τους και να διαλέξω σαν αυτοκράτορας τους μονομάχους του. Γερά σκαριά να ναι. Αλλά όχι σήμερα. Διαθέσιμος ναι, αλλά όχι σήμερα.
Παρελθόν.Φύγαμε στις πεντέμισι. Ήταν μια νίκη. Ο ψεύτικος Πέτρος είχε χάσει μια καίρια μάχη. Ενεστώτας. Μένουμε τρεις. Περπατάμε προς το σταθμο και οι φίλοι μου μες το σκοτάδι κρατιούνται από το χέρι. Μπροστά ένα αγόρι που έρχεται προς το μέρος μας χασκογελάει και η κοπέλα που είναι μαζί του τον «μαλώνει». Οι γυναίκες ήταν πάντα πιο ανεκτικές. Ήταν; Τα χέρια χωρίζουν όταν βγαίνουμε στο φως. Διασχίζουμε την ακόμα γεμάτη πλατεία και βυθιζόμαστε στις εγκαταστάσεις του Μετρό. Θυμάμαι τον Ταχτση. Δεν ξέρω γιατί αλλά, κάθε φορά που βγαίνω στα πουστομαγαζα, θυμάμαι τον Ταχτση. Λες να νιώθει ακόμα μόνος;
«Μήπως θες να πας από ‘κει; Να ‘σαι δίπλα στην ξανθιά;» με ρωτάει ο φίλος μου. Με ξαναρώτησε πολλές φορές μέσα στην βραδιά. Δεν τον καταλάβαινα. Νόμιζα ότι ήξεραν. Τους είχα μιλήσει. Μπορεί να είμαι κρυψίνους και τις περισσότερες φορές να θολώνω τις λέξεις, αλλά αυτοί έπρεπε να με νιώθουν.
«Μα ποιος σου είπε ότι μου αρέσει η ξανθιά, ή οι ξανθιές γενικότερα;».
«Δηλαδή;»
«Έρχομαι στην δικιά σας πλευρά» είπα και αισθάνθηκα την ένταση της στιγμής να σταματά το χρόνο. Παρελθόν.Δεν άκουγα τίποτα. Δεν έβλεπα τίποτα. Αν έτσι ένιωθα τώρα που απευθυνόμουν σε φίλους και όμοιους, τι θα μου συνέβαινε όταν θα το έλεγα στους άλλους;
«Stay away from the light» μου απάντησε αστειευόμενος.
«Προσπαθώ» είπα και γω.
Σοβάρεψα.
Μου πήρε άλλη μια μπύρα και κάνα 45λεπτο να έρθω πάλι στα ίσια μου. Δεν έγινε κανένα σχόλιο για αυτό που είπα. Ακόμα και τώρα. Έχω καταλάβει ότι οι φίλοι με αφήνουν να το συνηθίσω, να το νιώσω έτοιμο μέσα μου να εκφραστεί. Ξέρουν. Τα έχουν περάσει. Τους είχα σταθεί. Η φιλία δεν είναι δούναι και λαβείν αλλά το θυμούνται. Άνθρωποι που δεν θα κάνουν παιδιά και οικογένεια, ας κάνουν φίλους.
Χορέψαμε μέχρι τις τέσσερις και μίση.
Μετά από ένα 20λεπτο χαλάρωσης , Sodade. Καθίσαμε στον «κήπο». Το ‘χαμε για βάση. Μετά «στο μέσα». Ενεστώτας. Κορμιά το ένα δίπλα στο άλλο, αλλοδαποί βγάζουν τα t-shirt τους. Μπορεί να ψάχνουν πελάτη. Πάμε στο μπαρ για να παραγγείλουμε. Δυο από τους τέσσερις που μπήκαμε. Κάποιοι μας κοιτάζουν. Έρχονται να χορέψουν μαζί μας. Μα εμείς δεν χορεύουμε πια. Κοιτάμε απλά. Δεν θα ακουμπήσουμε απόψε. Θα θελα να χα πολλά από τα αγόρια που βλέπω. Να περάσω ανάμεσα τους και να διαλέξω σαν αυτοκράτορας τους μονομάχους του. Γερά σκαριά να ναι. Αλλά όχι σήμερα. Διαθέσιμος ναι, αλλά όχι σήμερα.
Παρελθόν.Φύγαμε στις πεντέμισι. Ήταν μια νίκη. Ο ψεύτικος Πέτρος είχε χάσει μια καίρια μάχη. Ενεστώτας. Μένουμε τρεις. Περπατάμε προς το σταθμο και οι φίλοι μου μες το σκοτάδι κρατιούνται από το χέρι. Μπροστά ένα αγόρι που έρχεται προς το μέρος μας χασκογελάει και η κοπέλα που είναι μαζί του τον «μαλώνει». Οι γυναίκες ήταν πάντα πιο ανεκτικές. Ήταν; Τα χέρια χωρίζουν όταν βγαίνουμε στο φως. Διασχίζουμε την ακόμα γεμάτη πλατεία και βυθιζόμαστε στις εγκαταστάσεις του Μετρό. Θυμάμαι τον Ταχτση. Δεν ξέρω γιατί αλλά, κάθε φορά που βγαίνω στα πουστομαγαζα, θυμάμαι τον Ταχτση. Λες να νιώθει ακόμα μόνος;
3 σχόλια:
Έχω καιρό να διαβάσω κάποιο βιβλίο του. Τα είχα διαβάσει σχεδόν όλα στην εφηβεία. Έζησε on the edge. Μου άρεσε αυτό το ποστ σου, ίσως γιατί ήταν «αληθινό», όχι τόσο σουρεάλ όσο τ’ άλλα .Stay in the light Πέτρο
νομίζω δεν νιώθει πια μόνος. όπως και ο σεργιανόπουλος. η μοναξιά τελειώνει όταν παύεις να υπάρχεις.
οξύμωρο
δυο κουβεντες καποιου μπορει να σου χαλασουν το βραδυ , γιαυτο δεν πρεπει να περνουμε στα σοβαρα τον περισσοτερο κοσμο , ελαχιστοι εινα ισε θεση να νοιωθουν
Δημοσίευση σχολίου