Το μόνο που σκεφτόμουν ως επόμενο ποστ σε αυτό το ταλαιπωρημένο μπλογκ ήταν ο απόηχος ενός υπέροχου τριήμερου.
Γυρίσαμε αργά το βράδυ της Δευτέρας. Ξεπλύναμε με το ζόρι το αλάτι του Ιονίου από πάνω μας. Κουρδίσαμε τα ξυπνητήρια μας και περιμέναμε η κούραση να διώξει την υπερένταση. Πολύ πιο σύντομα από ότι περίμενα, αποκοιμήθηκα με το κεφάλι του ακουμπισμένο στον ώμο μου και το αριστερό του χέρι στην καρδιά μου. «Έχεις άπνοιες τα βράδια» μου λέει κάποια πρωινά. «Το διάφραγμα σου είναι μάλλον» συμπληρώνει.
Βγήκαμε από το σπίτι με τις νυσταγμένες φάτσες μας και στον καθρέφτη του ασανσέρ είδα πως όσο περνάει ο καιρός ταιριάζουμε όλο και περισσότερο. Επιστροφή στη δουλειά μετά. Εκεί είναι που σταμάτησε πια η επιθυμία για ένα «ταξιδιωτικό» ποστ.
Πάντα το καλοκαίρι ανεβάζει την ένταση. Μας χτυπάει στα αυτιά. Σαν να θέλει να μας κάνει να ζητάμε τις διακοπές παραπάνω και από απελπισμένα. Τα τηλέφωνα χτυπάνε σαν τρελά. «Πρέπει να κατατεθεί σήμερα». Το Outlook γεμίζει. «Σου έστειλα το κοπτικό». Τα νεύρα τσιτώνουν «Αυτή η μελέτη δεν κολλάει εδώ πέρα σου είπα». Τα air-conditions χάλασαν; Τι, μόνο το δικό μου; «Με δουλεύεις;».
Ανοίγω msn να ξεφύγω λιγάκι. Η Stella πάλι δεν είναι μέσα. Της στέλνω mail. Μιλάω με τον κολλητό. «Χαθήκαμε». Είναι αλήθεια. Μιλάω με τον μικρό καλλιτέχνη. Είναι στα πάνω του. Επιτέλους. Σηκώνω το τηλέφωνο το δικό μου. Μιλάω με τον φαντάρο καλλιτέχνη. «Μειώθηκε η θητεία και εμένα δεν με πιάνει ρε πούστη μου». Όχι που θα σ’ έπιανε με την γκαντεμιά που σε δέρνει. Μιλάω με τον αδερφό μου. Έχει γενέθλια. Μιλάω με τον κολλητό απ’ το πανεπιστήμιο. Έχει και αυτός γενέθλια. Ζεσταίνομαι. Έρχονται και φτιάχνουν τον κλιματισμό. Εγώ όμως έχω ήδη χαθεί σε σκέψεις και καμιά δουλειά δεν μπορώ να τελειώσω. Ούτε καν μηχανικά. Φεύγω.
Σπίτι έχω αφήσει ένα σωρό πράγματα. Είπαμε να μην βρεθούμε μπας και τακτοποιηθεί καμιά εκκρεμότητα. Λογαριασμοί, ενοίκια, σπίτια, αυτοκίνητα, πλυντήρια και λοιπά. Ξεκινάω αργά για το γυμναστήριο. Όταν γύρισα βρήκα στο σαλόνι να λούζονται από το φως του φεγγαριού, τρία κόκκινα μπαλόνια, ένα κουτί σοκολατακια (τζάμπα τα χιλιόμετρα που έκαμα) και ένα φύλλο χαρτί. Αφήσαμε άλλον ένα μήνα πίσω μας και πλατύ χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπο μου . Σκέφτομαι πως αυτή εδώ η λαμπερή Σελήνη είναι ένα ουράνιο σώμα ετερόφωτο. Μήπως και ‘μεις έτσι δεν είμαστε; Απλά, ο Ήλιος ο δικός μας, έχει για ηλιαχτίδες ανθρώπινα ονόματα.
Ονόματα των φίλων, των δικών μας ανθρώπων, των ερώτων μας. Ίσως αυτά να στραφτάλιζαν παίζοντας παιχνίδια με το νερό που κυμάτιζε, άλλοτε απαλά και άλλοτε άγρια, γύρω από το νησί που μας νανούρισε γλυκά για τρία βράδια και μας ξελόγιασε
Γυρίσαμε αργά το βράδυ της Δευτέρας. Ξεπλύναμε με το ζόρι το αλάτι του Ιονίου από πάνω μας. Κουρδίσαμε τα ξυπνητήρια μας και περιμέναμε η κούραση να διώξει την υπερένταση. Πολύ πιο σύντομα από ότι περίμενα, αποκοιμήθηκα με το κεφάλι του ακουμπισμένο στον ώμο μου και το αριστερό του χέρι στην καρδιά μου. «Έχεις άπνοιες τα βράδια» μου λέει κάποια πρωινά. «Το διάφραγμα σου είναι μάλλον» συμπληρώνει.
Βγήκαμε από το σπίτι με τις νυσταγμένες φάτσες μας και στον καθρέφτη του ασανσέρ είδα πως όσο περνάει ο καιρός ταιριάζουμε όλο και περισσότερο. Επιστροφή στη δουλειά μετά. Εκεί είναι που σταμάτησε πια η επιθυμία για ένα «ταξιδιωτικό» ποστ.
Πάντα το καλοκαίρι ανεβάζει την ένταση. Μας χτυπάει στα αυτιά. Σαν να θέλει να μας κάνει να ζητάμε τις διακοπές παραπάνω και από απελπισμένα. Τα τηλέφωνα χτυπάνε σαν τρελά. «Πρέπει να κατατεθεί σήμερα». Το Outlook γεμίζει. «Σου έστειλα το κοπτικό». Τα νεύρα τσιτώνουν «Αυτή η μελέτη δεν κολλάει εδώ πέρα σου είπα». Τα air-conditions χάλασαν; Τι, μόνο το δικό μου; «Με δουλεύεις;».
Ανοίγω msn να ξεφύγω λιγάκι. Η Stella πάλι δεν είναι μέσα. Της στέλνω mail. Μιλάω με τον κολλητό. «Χαθήκαμε». Είναι αλήθεια. Μιλάω με τον μικρό καλλιτέχνη. Είναι στα πάνω του. Επιτέλους. Σηκώνω το τηλέφωνο το δικό μου. Μιλάω με τον φαντάρο καλλιτέχνη. «Μειώθηκε η θητεία και εμένα δεν με πιάνει ρε πούστη μου». Όχι που θα σ’ έπιανε με την γκαντεμιά που σε δέρνει. Μιλάω με τον αδερφό μου. Έχει γενέθλια. Μιλάω με τον κολλητό απ’ το πανεπιστήμιο. Έχει και αυτός γενέθλια. Ζεσταίνομαι. Έρχονται και φτιάχνουν τον κλιματισμό. Εγώ όμως έχω ήδη χαθεί σε σκέψεις και καμιά δουλειά δεν μπορώ να τελειώσω. Ούτε καν μηχανικά. Φεύγω.
Σπίτι έχω αφήσει ένα σωρό πράγματα. Είπαμε να μην βρεθούμε μπας και τακτοποιηθεί καμιά εκκρεμότητα. Λογαριασμοί, ενοίκια, σπίτια, αυτοκίνητα, πλυντήρια και λοιπά. Ξεκινάω αργά για το γυμναστήριο. Όταν γύρισα βρήκα στο σαλόνι να λούζονται από το φως του φεγγαριού, τρία κόκκινα μπαλόνια, ένα κουτί σοκολατακια (τζάμπα τα χιλιόμετρα που έκαμα) και ένα φύλλο χαρτί. Αφήσαμε άλλον ένα μήνα πίσω μας και πλατύ χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπο μου . Σκέφτομαι πως αυτή εδώ η λαμπερή Σελήνη είναι ένα ουράνιο σώμα ετερόφωτο. Μήπως και ‘μεις έτσι δεν είμαστε; Απλά, ο Ήλιος ο δικός μας, έχει για ηλιαχτίδες ανθρώπινα ονόματα.
Ονόματα των φίλων, των δικών μας ανθρώπων, των ερώτων μας. Ίσως αυτά να στραφτάλιζαν παίζοντας παιχνίδια με το νερό που κυμάτιζε, άλλοτε απαλά και άλλοτε άγρια, γύρω από το νησί που μας νανούρισε γλυκά για τρία βράδια και μας ξελόγιασε
μια για πάντα.