Τα δέντρα πυκνώνουν και το φως λιγοστεύει. Μονάχα το αχνό φως του εντόμου. Με χτυπάνε κλαδιά στο μέτωπο. Βάζω τα χέρια μπροστά μου. Αν συνεχίσω έτσι θα την χάσω.
Στο τελευταίο βήμα βγαίνω στο φως. Δυνατό φως. Ένα ξέφωτο. Μου παίρνει λίγη ώρα να συνηθίσω. Τα χέρια ακόμα ψηλά, στα μάτια. Γδαρσίματα γεμάτα. Τα ρούχα μου ξέφτια. Κάνω τάχα να τιναχτώ και σκύβω το κεφάλι. Το ένα παπούτσι είναι γεμάτο σβουνιές. Έτσι όπως τρέχω, καιρό τώρα, στα σίγουρα θα έπεφτα σε λάσπες και θα πατούσα περιττώματα ζώων.
Είναι γεμάτο αυτό το δάσος με ζώα. Τα ακούς. Άλλα μακριά, άλλα κοντά σου. Φωνές δυνατές και αδύναμες. Έχω δει κάνα δυο από δαύτα, έτσι ξώφαλτσα. Ένα το χα αγγίξει κιόλας. Πέρασε από δίπλα μου. Ελάφι νόμιζα. Αρσενικό περήφανο. Τελικά ήταν ένα θηλυκό καμπουριασμένο γκνου. Πως τα μπέρδεψα τόσο πολύ; Μέχρι και τα χρώματα; Να μην ξεχάσω να κανονίσω μια επίσκεψη στον οφθαλμίατρο μου… τζάμπα τα πλήρωσα τόσα λεφτά τα δίχρωμα τα Rayban? “Χαρά μου;”. Γυρνάω το κεφάλι και ψάχνω την φωνή. Ένα φως με προλαβαίνει. Στα δεξιά. Δέσμες ξεχύνονται διαλύοντας κορμούς, φυλλωσιές, το χώμα. Δεν μπορώ να σηκώσω ξανά τα χέρια. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Τι συμβαίνει; “Χαρά μου;” …ένα φιλί στο μάγουλο…”Ξύπνα, αργήσαμε”. Και πάνω απ’το κεφάλι μου βλέπω να στέκεται ένα άσπρο άλογο.
Μήπως να πάω και ψυχίατρο;