Τα δάχτυλα μου ακούμπησαν πολλές φορές τον Πέτρο στη διάρκεια αυτής της περιόδου σιωπής. Να γράψουν λέξεις ξεκινούσαν και έκαναν πίσω. Αμήχανα. Έκπληκτα που πια το σώμα του δεν αντιδρούσε. Άλλη μια στον ώμο του μεγάλου ψεύτη. Καμιά κίνηση. Με είχε κοροϊδέψει αρκετά και ήμουν σίγουρος πως και αυτήν εδώ την φορά θα έκανε το ίδιο. Έτσι τον άφησα. Σηκώθηκα από το στρώμα που μοιραζόμαστε και ετοιμάστηκα για την δουλειά.
Το δεκάλεπτο που τρώω μέσα στο τρένο κάθε πρωί είναι κάτι σαν αποφόρτιση πριν την επανασύνδεση στο «δίκτυο». Τελευταία αφήνω και το player μου σπίτι. Παραδίνομαι στους διαπεραστικούς θορύβους των οχημάτων και τις ανθρωποειδείς φωνές των ανακοινώσεων. «Επόμενη στάση…τερματικός σταθμός…παρακαλούνται όλοι οι επιβάτες να αποβιβαστούν». Και εμείς αποβιβαζόμαστε. Σε στοίχιση παίρνουμε την θέση μας για τις κυλιόμενες. Μέσα στην παράνοια μου ρίχνω και καμιά κλεφτή ματιά, μήπως έχει σηκωθεί από το κρεβάτι και με ακολουθεί.
Έτσι έκανα και σήμερα. Αλλά πάλι δεν είδα κανέναν. Ίσως είναι και για μας εδώ ο τερματικός σταθμός. Μάλλον. Μπορεί και να μου λείψει, σκέφτομαι. Τόσα χρόνια βλέπεις. Αλλά τίποτα δεν είναι σίγουρο ακόμα.
Τις σκέψεις μου σταματά ένα τηλεφώνημα από τον Αντώνη. «Έφτασες;» με ρωτάει καθώς πλησιάζω στην έξοδο και μέσα απ’τις αναπνοές του φτάνει το «σ’αγαπω» στ’αυτια μου εκκωφαντικό. «Νομίζω πως ναι» του απαντάω. Αλλά ακόμα και έτσι να μην είναι, όταν γυρίσω σπίτι θα τον σκοτώσω.
Σύντομα
Πριν από 3 μήνες