Έφυγα. Από τον τόπο τον ευλογημένο. Των ψυχών το ήρεμο λιμάνι.
Βλέμματα. Σαστισμένα από την ομορφιά των κέδρων και της χρυσής αμμουδιάς. Ζούσα μέσα σε μια καρτ ποσταλ. Όχι σαν όνειρο αλλά καλύτερο και από όνειρο.
Παρόλα ταύτα ξύπνησα, όταν τα πόδια μου πάτησαν ένα γνώριμο έδαφος. Πειραιάς. Ο ουρανός σκοτεινός. Καπνός. Ο χρόνος των βραδινών δελτίων γεμίζει με ουρλιαχτά ανθρώπων που παλεύουν ένα θεριό χιλιάδων Φαρενάιτ.
Πήρα ταξί το Σάββατο. Ο οδηγός του μου μίλησε για την άδεια ακόμα πόλη. «Έμειναν μέσα» μου είπε, «να παρακολουθήσουν το μεγάλο σόου». Οι πιο τολμηροί πλησίασαν με ποπκορν την φωτιά. Η δυστυχία του ενός, θέαμα για κάποιον άλλο. Ίσως να μας έπιασε και τους δυο μέσα στο ταξί η ελληνική αθάνατη γκρίνια.
Όλοι μαζί για τις επόμενες εβδομάδες θα λέμε στα γεμάτα καφέ της τσιμεντούπολης, τι ωραία που περάσαμε το καλοκαίρι και τι έμεινε να καεί το επόμενο. Και οι φλύαρες αφίσες του ΕΟΤ θα δώσουν την θέση τους στα υπερβολικά επεξεργασμένα πορτραίτα τραγουδιστών, που ζητιανεύουν ένα βουητό χειροκροτημάτων άλλη μια σεζόν. Ενώ κάθε μεσημέρι στο κρατικό κανάλι, μια ταξιδιωτική εκπομπή θα μοιάζει σαν να ρωτάει περισσότερο…
«Μένουμε Ελλάδα;»